Ορμονολογικός Έλεγχος

Ορμονολογικός Έλεγχος

Ορμονολογικός Έλεγχος

Ανήκει στις αιματολογικές εξετάσεις

  • Πότε γίνεται?

    Πραγματοποιείται με αιμοληψία τη 2η με 3η ημέρα του κύκλου (ως 1η ημέρα ορίζουμε την αρχή της εμμήνου ρύσεως). Περιλαμβάνει τον προσδιορισμό των επιπέδων των κυκλοφορούντων ορμονών στο αίμα της εξεταζόμενης.

  • Τι περιλαμβάνει?

    Περιλαμβάνει τον προσδιορισμό των επιπέδων των κυκλοφορούντων ορμονών στο αίμα της εξεταζόμενης.

    Ο έλεγχος των ορμονών FSH/LH, όταν υπάρχουν διαταραχές κύκλου ή/και η γυναίκα είναι προχωρημένης αναπαραγωγικής ηλικίας. Υψηλά επίπεδα FSH σχετίζονται με περιορισμένη ωοθηκική λειτουργία. Συγκεκριμένα  FSH>15 mlU/ml  συνοδεύονται από χαμηλά ποσοστά κυήσεων ενώ τιμές πάνω από 25mlU/ml δίνουν αναλογία εγκυμοσύνης μικρότερη του 5%. Επίσης, αυξημένα επίπεδα της LH αναλογικά με τα επίπεδα της FSH, σχετίζονται με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών.

    Μέτρηση της ορμόνης AMH (αντιμυλλέρειος): τιμές χαμηλότερες από 5.4 pmol/l είναι σε γενικές γραμμές δείκτης πολύ χαμηλής γονιμότητας λόγω χαμηλού αποθέματος ωαρίων και η πρόγνωση είναι κακή. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως μια γυναίκα με πολύ χαμηλή AMH δεν μπορεί να μείνει έγκυος. Στην περίπτωση αυτή, η FSH στο συγκεκριμένο κύκλο που γίνεται η προσπάθεια για σύλληψη  έχει μεγαλύτερη αξία. Προσοχή στις μονάδες μέτρησης καθώς υπάρχουν δυο διαφορετικά συστήματα και οι τιμές αναφοράς από εργαστήριο σε εργαστήριο μπορεί να είναι διαφορετικές. Επίσης, η επιλογή του εργαστηρίου είναι πολύ σημαντική λόγω και της ευαισθησίας στη μέτρηση της συγκεκριμένης ορμόνης. Τιμές AMH μεγαλύτερες από 25 pmol/l έχουν πολύ καλή πρόγνωση και όσο μεγαλύτερη είναι η AMH, τόσο πιο προσεχτικοί πρέπει να είμαστε στην επιλογή του κατάλληλου πρωτοκόλλου διέγερσης, για να αποφύγουμε πιθανή υπερδιέγεση των ωοθηκών σε περίπτωση εξωσωματικής γονιμοποίησης.

    Έλεγχος PRL (προλακτίνης): Δεν πρέπει να πραγματοποιείται ως εξέταση ρουτίνας, παρά μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που υπάρχει διαπιστωμένα μια διαταραχή στον κύκλο πχ. αμηνόρροια, όταν υπάρχει γαλακτόρροια από τις θηλές ή όγκος στην υπόφυση (προλακτίνωμα).

    Έλεγχος των ορμονών του θυρεοειδή αδένα: Η λειτουργία του θυρεοειδούς είναι άμεσα συνδεδεμένη με την γονιμότητα και την ομαλή λειτουργία του κύκλου όμως ο έλεγχος σε αυτό το επίπεδο πρέπει να γίνεται εφόσον ο ιατρός κρίνει πως συντρέχει λόγος, σε γυναίκες που παρουσιάζουν συμπτώματα συναφή με θυρεοειδοπάθεια ή λόγω βεβαρημένου ιστορικού. Ωστόσο, καλό είναι ο βασικός έλεγχος να περιλαμβάνει τη μέτρηση της TSH κι επί μη φυσιολογικών τιμών προτείνεται ο περεταίρω έλεγχος του θυροειδούς καθώς κι εκτίμηση-θεραπεία  από ενδοκρινολόγο.

  • Περιπτώσεις που θα φανεί χρήσιμη η εξέταση

    Σε περιπτώσεις διαταραχών εμμήνου ρύσεως, αμηνόρροιας, δασυτρυχισμού, ακμής, μελάγχρωσης δέρματος  η επέκταση του ορμονικού ελέγχου θα περιλαμβάνει, εκτός των ανωτέρω, έλεγχο υπερανδρογοναιμίας , όπως τεστοστερόνης (Τ) ολικής και ελεύθερης, Δ4-ανδροστενδιόνης (Δ4-Α), θειικής δεϋδρο-έπιανδροστερόνης (S-DHEA) καθώς και της δεσμευτικής των ορμονών του φίλου πρωτείνης (SHBG).

    Στα πλαίσια διερεύνησης ορμονικών διαταραχών και πιο συγκεκριμένα του συνδρόμου πολυκυστικών ωοθηκών ο εν λόγω εργαστηριακός έλεγχος περιλαμβάνει την μέτρηση της 17ΟΗ-προγεστερόνης (17ΟΗ-PRG) για να επιβεβαιωθεί ή αποκλειστεί ο ρόλος των επινεφριδίων. Με βάση τα αποτελέσματα του βασικού ορμονικού ελέγχου μπορεί να απαιτηθεί περεταίρω διερεύνηση με δυναμικές δοκιμασίες και πιο εξειδικευμένες εξετάσεις που θα συστήσει ο θεράπων ιατρός.

  • Περεταίρω διερεύνηση

    Με βάση τα αποτελέσματα του βασικού ορμονικού ελέγχου μπορεί να απαιτηθεί περεταίρω διερεύνηση με δυναμικές δοκιμασίες και πιο εξειδικευμένες εξετάσεις που θα συστήσει ο θεράπων ιατρός.

    Ο έλεγχος της ωοθυλακιορρηξίας, ο οποίος περιλαμβάνει υπερηχογραφική διαπίστωση και μέτρηση των επιπέδων της PRG ( προγεστερόνης ) στο μέσο της ωχρινικής φάσης (21η ημέρα κύκλου σε ένα κύκλο 28 ημερών), ή 7 ημέρες πριν την επόμενη περίοδο, όταν ο κύκλος είναι σταθερός. Σε διαφορετική περίπτωση, πρέπει να γίνει προσαρμογή της μέτρησης ανάλογα με τα δεδομένα της κάθε ασθενούς. Μόνο επίπεδα >30nmol/l θεωρούνται επαρκή για την εξακρίβωση επιτυχημένης ωοθυλακιορρηξίας.